θηλυκῇ

θηλυκῇ
θηλυκός
woman-like
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θηλυκή — θηλυκός woman like fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ντουργκά — Θηλυκή ινδική θεότητα, της οποίας το όνομα σημαίνει «η Απρόσιτη». Η μορφή της είναι αποτέλεσμα συγχώνευσης διαφόρων παρόμοιων θεοτήτων, γι’ αυτό άλλωστε και η συμπεριφορά της είναι ασυνεπής· άλλοτε είναι αγαθή και ευεργετική και άλλοτε σκληρή και …   Dictionary of Greek

  • κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… …   Dictionary of Greek

  • καφώρη — και σκαφώρη, ἡ (ΑΜ) η θηλυκή αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκαφώρη «θηλυκή αλεπού», με αποκοπή τού αρχικού σ ] …   Dictionary of Greek

  • μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… …   Dictionary of Greek

  • ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… …   Dictionary of Greek

  • Кавадиа, Тассо — Тассо Кавадиа Тассо Кавадиа (греч. Τασσώ Καββαδία) (10 января 1921 года, Патри  18 декабря 2010 года, Афины)  греческая актриса театра и кино …   Википедия

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Πιερίδες — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εννέα θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πιέρου, και της Ευδίππης. Είχαν συναγωνιστεί τις Μούσες σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στον Ελικώνα και είχαν νικηθεί. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά …   Dictionary of Greek

  • ανωφελής — Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των κωνωπιδών, στην οποία ανήκουν έντομα που μοιάζουν με τα κοινά κουνούπια. Το θηλυκό απομυζά το αίμα του ανθρώπου και άλλων σπονδυλωτών και μπορεί να μεταδώσει ένα πρωτόζωο, παράσιτο του αίματος, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”